|
η угольный склад; угольная яма (на судне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угольный склад? — ανθρακαποθήκη как на (ново)греческом будет слово угольная яма? — ανθρακαποθήκη как с (ново)греческого переводится слово ανθρακαποθήκη? — угольный склад, угольная яма — υπερπλήρωση — θορυβώ — καταναλίσκω — ακόντιο — μισοδρομής — εξανθράκωμα — αντικρατικός — κινηματογραφιστής — επιφωνώ — προηγουμένως — ανάγνωσμα — επιβραχόνω — αβδελλώνω — γαλαζόπετρα — πρωτουργός — σφάλισμα — δίπλα — ειρηνευτής — ψυχοκινητικός — επιβραδυντήρας — αδιάρθρωτος |
|||