Новогреческий словарь
απεργοσπάστης
απεργοσπάστης
ο
штрейкбрехер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штрейкбрехер
? —
απεργοσπάστης
как с
(ново)греческого
переводится слово
απεργοσπάστης
? — штрейкбрехер
#
(ново)греческий словарь
—
διοργανώνω
—
κατάντια
—
ανθρακεύομαι
—
δελτιογράφηση
—
ασβεστοποιία
—
ανακατεύομαι
—
τσουλίτσα
—
ασιανός
—
αδημοσίευτος
—
άταφος
—
αγχέμαχος
—
ασημοκάπνισμα
—
γιατροπόρεμα
—
αγάληνος
—
οργανοποιείο
—
φταίξιμο
—
γουρμάζω
—
καμπυλόγραμμο
—
ξεκάρφωτος
—
αυτοσερρίρομαι
—
θερμοπαρακαλώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве