Новогреческий словарь
παρενέπεσα
παρενέπεσα
αόρ. от παρεμπίπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρενέπεσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απεσταγμένος
—
φυσιολογικός
—
πρωτόφαντος
—
ησκιώνω
—
μωρούλι
—
καματεύω
—
λίχνος
—
γερμανισμός
—
στοματοπάθεια
—
αποκαρδιωτικά
—
προπηλάκισμός
—
μαιευτικός
—
εγκόλληση
—
αμφίεση
—
όραμα
—
ξενιτεύομαι
—
ακριβαναθρέφω
—
εδωχάμου
—
μάρα
—
σέμνωμα
—
γιώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве