|
гермафродит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гермафродит? — αρσενικοθήλυκος как с (ново)греческого переводится слово αρσενικοθήλυκος? — гермафродит — γινωμένος — νένα — αντιστύλωμα — γιγαντοαφίσα — εγγλεζοφέρνω — καρδιομεγαλία — φράκ — ικετικός — κουκέττα — πολύγραφο — σοβαντίζω — γραφειοκράτισσα — τεσσεράμισι — εγγαστρίμυθος — κορεσμός — νούμερο — οδοντωτός — τυμπανισμός — ρηγοπούλα — πολυμόρφως — ποιημάτιον |
|||