|
ο метеор. конвекция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конвекция? — σωροτομελανίας как с (ново)греческого переводится слово σωροτομελανίας? — конвекция — ακούμπισμα — διοχετεύσνμος — ακράδαντος — αμαξοστάσιο — ξεύρω — ανατομικός — ποδίσκος — χαριεντισμός — απόθλιμμα — αφεντιά — σταλακτός — μαδαρότης — αταξικός — εμβολοειδής — οριζόντιος — δασοφυλακείο — πατατοκεφτές — δοξολογώ — πρωτότοκος — τροχήλατο — ακαψάλιστος |
|||