Новогреческий словарь
κάνα
κάνα
αντων. άκλ. :
~-δυό — несколько, один-два
;
θά φύγει σέ ~-δυό μήνες — [phrase]он уедет через месяц-другой[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάνα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αυχένιος
—
ονοματοπαίγνιον
—
ένθεμα
—
βαρβατεύω
—
εδώδιμα
—
ταχταρίζω
—
ακροβατικό
—
πληθωρισμός
—
λιοκόκκι
—
πενταπλάσιος
—
συνεδριασθέντα
—
ξυλογλυφίο
—
τόκα
—
δελτίωση
—
βαρυαλγω
—
εικονογράφηση
—
ακαλανθίς
—
Μαλαϊοι
—
δερματουργικός
—
πλουτώνιο
—
τρισεύγενης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве