Новогреческий словарь
κονίασις
κονίασις
(-εως) η
штукатурка
(действие),
побелка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штукатурка
? —
κονίασις
как на
(ново)греческом
будет слово
побелка
? —
κονίασις
как с
(ново)греческого
переводится слово
κονίασις
? — штукатурка, побелка
#
(ново)греческий словарь
—
εντολέας
—
ηλιόβαρος
—
μεσοκαιρίτισσα
—
σαλεπιτζίδικο
—
ξυλίζω
—
σπλαχνικά
—
αιφνιδιασμός
—
διορθώσεις
—
σκούξιμο
—
αιθερόδρομος
—
ωαγωγός
—
γεωτρύπανο
—
πηροχειρία
—
ραχατλήδικος
—
κιβωτιοποιείον
—
αλλαντοειδής
—
προκαρυωτικό
—
αποίκιλτος
—
αντιχαιρέτισμα
—
απαιτώ
—
συμπανηγυρίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве