Новогреческий словарь
νάτριο
νάτριο
το хим.
натрий
;
χλωριούχο ~ — поваренная, столовая соль
;
διττανθρακικό ~ — питьевая сода
;
τετραβορικό ~ — бура
;
καυστικό ~ — каустическая сода
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
натрий
? —
νάτριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
νάτριο
? — натрий
#
(ново)греческий словарь
—
Βλάχα
—
ασυγκόμιστος
—
νοεμβριανός
—
κτηματογραφώ
—
φακή
—
αυτομόλυνση
—
αγαρηνός
—
ανεκμυστήρευτος
—
πετρελαϊκός
—
ξυστήρ
—
βουτυροκομία
—
άδωρος
—
πολύφιλος
—
ειρεσία
—
αγουλιανός
—
τιγράκι
—
κοκκίασις
—
αεριόφωτο
—
σωπαίνω
—
απαζάρευτος
—
ιχθυοκαλλιεργήτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве