|
το хим. натрий; χλωριούχο ~ — поваренная, столовая соль; διττανθρακικό ~ — питьевая сода; τετραβορικό ~ — бура; καυστικό ~ — каустическая сода #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово натрий? — νάτριο как с (ново)греческого переводится слово νάτριο? — натрий — ωμά — ξεμώρατος — άξεστα — μακελεμένος — φιλόκαλος — βοτανολογία — τουφεκιοφόρος — ευρίσκομαι — αδίωκτος — ουλούκι — περιθωριακός — μερισματόγραφο — σώγαμπρος — πηρός — αποστερεύω — αστραχώνω — χροιά — σπίτωμα — μυρμηκιώ — αβάκα — κάρφος |
|||