Новогреческий словарь
κολπικός
κολπικός
анат.
влагалищный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
влагалищный
? —
κολπικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κολπικός
? — влагалищный
#
(ново)греческий словарь
—
πτητικός
—
τρέπω
—
ακατάτρεκτος
—
καρμανιόλα
—
ποσολογία
—
ντουφέκι
—
αλαφροσύνη
—
αστρόμετρο
—
μικρομέλεια
—
πάνσοφος
—
υπερευαισθησία
—
νεοπαγανιστικός
—
αγούνωτος
—
αιδοίο
—
ανάσκητος
—
τριάκοντα
—
φείδομαι
—
ατζαμωσύνη
—
απομυξίζω
—
ασφαλισμένος
—
χωροχρόνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве