|
το спешивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спешивание? — πέζευμα как с (ново)греческого переводится слово πέζευμα? — спешивание — δυσάλωτος — φρέσκος — καψικόν — — γκάιντα — θηλασμός — θόριο — κλωτσοπατινάδα — φυλακείον — εποχλέας — γυμνοσκελής — καρντάσης — εφορεύω — περισυλλέγω — μαχητής — ευθεράπεύτος — υδροκυανικός — κάρφος — ινδογερμανικός — γλαυκωπός — δυασμός |
|||