|
воен. вести позиционную войну #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вести позиционную войну? — τοπομαχώ как с (ново)греческого переводится слово τοπομαχώ? — вести позиционную войну — διπλοκοσκινίζω — ανδρίζω — γαργαλάω — ναυλομεσίτρια — πρωτόκλητος — αποχτενίζω — ναυτικό — αφερμάτιση — μοιρολατρία — νούντσιος — Ουκρανίδα — απόσχιση — εμπειρισμός — νερολεκές — μαλάζω — ανεμοχάλαζο — σταθμάρχης — σχόλιο — υποκόμης — δινώ — πέπλος |
|||