|
прям., перен. кошачий; ~α χάρη — кошачья грация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кошачий? — γατήσιος как с (ново)греческого переводится слово γατήσιος? — кошачий — ουδετερόνιο — δραπέτης — θυμητικός — μαλακός — ξεκαμωμένος — διαπόντιος — εγχειρήσιμος — κοσπενταριά — μελιτζανής — ραθυμώ — ναζιάρα — παρατιμονιά — απομένω — συνδιαλέγομαι — φίλαρχος — σωληνώνω — ζευγαρίζω — ρεμπέτης — αποσκορακίζω — ανταλλάξιμος — φάλτσο |
|||