Новогреческий словарь
τερπνό
τερπνό
το
приятное
;
συνδυάζω τό ~όν μετά τού ωφελίμου — сочетать приятное с полезным
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приятное
? —
τερπνό
как с
(ново)греческого
переводится слово
τερπνό
? — приятное
#
(ново)греческий словарь
—
ψηφοδέλτιο
—
περικοκλάδα
—
κοντοβράκι
—
αντιπαραβάλλω
—
πτωχαίνω
—
μυαλγία
—
φαρμακευτικός
—
αναβιώνω
—
κεντρικότητα
—
αμμωνιούχος
—
θεομπαίχτης
—
μειράκιο
—
φουρκάς
—
ανατολίτης
—
ακομμάτιαστος
—
ανευχαριστιά
—
χειροκρατώ
—
τσαρουχάς
—
ασκύλευτος
—
ανηφόρι
—
υάλωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве