|
II η : άρες μάρες κουκουνάρες (или κουταμάρες) — белиберда, дребедень #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άρα? — — φυτογραφικός — δούξ — νικελίνης — φτυάρισμα — όλως — εκτητικός — γαιόχωσις — ερημητήρι — κατηγορούμενο — σφυγμός — γλυκότητα — ανθρωποκτονία — λαχανί — φαγουρίζω — αγκιναρόσουπα — πιστοδοτώ — συγκαταρίθμηση — αναδεχτός — σμιλάρι — συνεορτασμός — χρυσοκουρούνα |
|||