|
неоценимый, не поддающийся оценке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неоценимый? — αξετίμητος как на (ново)греческом будет слово не поддающийся оценке? — αξετίμητος как с (ново)греческого переводится слово αξετίμητος? — неоценимый, не поддающийся оценке — σαμουρόγουνα — μετωνυμία — παρωνύμιον — ενηλικότητα — υφαντουργία — εμπάθεια — στραπόρτο — πηλοπλαστική — βολταϊκός — ατρόμητος — ακαθαίρετος — ινδόρνις — απογραφικός — ισοβιότητα — στρατολόγηση — κολχόζικος — περιστατικός — αστάθμιστος — συμβάν — συνδαυλιστής — πετάλιο |
|||