|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλαιοκομματικός? — — πετρελαιοπαραγωγή — επιδεκτικότητα — απορρεύστωση — κακουχία — καλαμπουριστής — επαιτεία — κουτουλιά — καπινός — φρικάρω — αρκουδόγυφτος — ανεξίλοστος — σκυροδετώ — ευκόμιστος — λιάσιμο — καψαλήθρα — ωαγωγικός — εντεραλγία — κοψοχρονιά — πλινθίον — μαγουλού — αμφίγλωσσος |
|||