|
ο уст. бедняк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бедняк? — πένης как с (ново)греческого переводится слово πένης? — бедняк — φρόντιση — άρπασμα — λαρυγγόφωνα — κρέμαση — ακούνιστος — στρατηγός — εμψυχώνω — εισηνέχθην — δαμίάστρια — απανωσάμαρα — σβουνιά — εύρυθμος — γαλλικός — δίδαγμα — χονδρομέταξα — πρασόφυλλο — κομφεττί — νερομάννα — τοξικολογικός — δεκάρικο — ασπόνδυλα |
|||