Новогреческий словарь
διακαπηλεύω
διακαπηλεύω
уст.
унижать
(кого-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
унижать
? —
διακαπηλεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακαπηλεύω
? — унижать
#
(ново)греческий словарь
—
αισθητική
—
επιστρατεία
—
τηλεφωνώ
—
σοβάτισμα
—
κατηγόρημα
—
κολεγιόπαιδο
—
συγχώνευση
—
αιμωδιάζω
—
κουφόβραση
—
λαντώ
—
διαταραχή
—
ναίσκε
—
υδροκεφαλισμός
—
αποξεχνώ
—
ρότα
—
χαρτοβιομηχανία
—
αυτοχειριασμός
—
βουτυροειδής
—
ετερομορφισμός
—
ανηλικιότητα
—
βαλκανιονίκης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве