Новогреческий словарь
κουμπάρος
κουμπάρ|ος
ο
кум; крёстный
(отец)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кум
? —
κουμπάρος
как на
(ново)греческом
будет слово
крёстный
? —
κουμπάρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουμπάρος
? — кум, крёстный
#
(ново)греческий словарь
—
παραλληλισμός
—
ουρανοκατέβατος
—
καμπινές
—
λιποθυμιά
—
αντικαταναλωτισμός
—
πρόθυρα
—
ξέπλεκος
—
αγριο-
—
αποτίμημα
—
απολυμαίνω
—
ξεροτήγανο
—
δισήμαντος
—
γροθοκοπανιά
—
μάκτρο
—
αξάνοιχτος
—
υαλουργείο
—
θεληματικά
—
πεπωρωμένος
—
σποριαρικος
—
φεύγω
—
πατάκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве