Новогреческий словарь
διαλλάττομαι
διαλλάττομαι
мириться, примиряться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мириться
? —
διαλλάττομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
примиряться
? —
διαλλάττομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαλλάττομαι
? — мириться, примиряться
#
(ново)греческий словарь
—
αγογγυσίς
—
αυτοαποκαλούμενος
—
απήδηγος
—
χαρτοκλέφτρα
—
ενταγμένος
—
Κυριακοδρόμιο
—
εννέα
—
γκροτέσκο
—
συμβολισμός
—
βάτα
—
αμήχανος
—
εφαρμοστήριο
—
καραμπογιά
—
λαγαρίζω
—
φυτοβιολογία
—
καμώματα
—
στάξιμο
—
νησιώτης
—
σαρδανάπαλος
—
εξόν
—
γκραβούρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве