|
болтать попусту; трепаться (прост.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болтать попусту? — φαφλατάρω как на (ново)греческом будет слово трепаться? — φαφλατάρω как с (ново)греческого переводится слово φαφλατάρω? — болтать попусту, трепаться — αγερικό — επακόλουθο — ανάδυση — νούντσιος — σύννομος — ξεχαρβαλώνομαι — ρούβλιο — καφεΐκός — ειρήνεμα — νυχτώνει — αφοριστέος — χιονοπόλεμος — εκρυθμία — άλλαξη — προκινδυνεύω — θωράκισμα — αγκομαχητό — λευκοσιδήρους — προστρίβω — ντούγα — προσάναμμα |
|||