Новогреческий словарь
ενί
ενί
:???
εν ~ λόγω — одним словом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενί
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επτανησία
—
τσελιγκάτο
—
ξομολογιέμαι
—
αποσκορακίζω
—
αλυγισία
—
ντεμουαζέλλα
—
αχτιδιά
—
τάς
—
λαγαρίζω
—
φυλακή
—
πρόκληση
—
καθαριστής
—
ατράνταχτος
—
μπάρ
—
λειαίνω
—
γαλάρα
—
σφραγιδόκηρος
—
διατί
—
κεντρίζω
—
μαγαρισμένος
—
αλαφραίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве