|
(-ορός) ο кондор (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кондор? — κόνδωρ как с (ново)греческого переводится слово κόνδωρ? — кондор — ενστερνίζομαι — χαμψί — τυφλοκομείο — γρύφονας — γιορτή — πνθυμάω — πεσσός — ηωσινόφιλος — συνεχής — ενεργειακός — φιγουρατζίδικος — μοναρχικός — θαλασσοφοβία — απανθρακωμένος — γκιουβετσάδο — στραβοχυμένος — μετεωρικός — θάλπος — περάτωση — αλωνιά — επέκαυσα |
|||