Новогреческий словарь
ευθετίζω
ευθετίζω
:
ευθετίζω (τά ιστία) — мор. разворачивать паруса по ветру
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευθετίζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διεκπεραίωση
—
βελονόφυλλος
—
συλλαβή
—
βασιλοφάγος
—
κεράμινος
—
αλλαξοφεγγαριά
—
μύστακας
—
δεκτικός
—
εξάσκηση
—
ηπειρωτικός
—
κείθενες
—
εκατονταέτις
—
κριματίζομαι
—
ανηφοροκατήφορος
—
πορφυρόχρωμος
—
ατροφοδότητος
—
κατεπάνω
—
αρχαιρεσίες
—
πειθαρχημένος
—
καλοπληρωτής
—
υδροδυναμικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве