Новогреческий словарь
ανάκτορο
ανάκτορο
το
дворец
(особенно королевский)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дворец
? —
ανάκτορο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάκτορο
? — дворец
#
(ново)греческий словарь
—
δελφικός
—
χοντράδα
—
θαλασσασφάλεια
—
αξιοθέατος
—
μεταξοϋφαντουργός
—
ραπτικός
—
ιονικός
—
ακοντίστρια
—
αναίμαχτος
—
ασκητικός
—
εξοργισμός
—
επιδιαιτησία
—
σκορπίζω
—
ταξιθέτης
—
ωογενεσία
—
στίμμι
—
δηλητήριο
—
ορχηστής
—
προχρονολόγηση
—
ευκολοκίνητος
—
λαρυγγόσπασμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве