Новогреческий словарь
αλλωστε
αλλωστε
adv. :
~ (δέ) — а) ведь; б) к тому же, кроме всего прочего, кроме того
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλλωστε
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λουλουδού
—
δισεγγόνα
—
βρέξη
—
ξενοίκιαστος
—
μαλλιάζω
—
ψύχρανση
—
λωτοειδής
—
ξεμαυλίστρα
—
χοντράδι
—
ανεκδοτολογία
—
θαφτικά
—
άχθος
—
ολισθητήρας
—
σαπουνάδικο
—
αεροθερμαγωγός
—
τσιπρομεζές
—
πρόσφωλο
—
λησμονοβότανο
—
χειροβίοτος
—
ποζάρω
—
αναμενόμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве