|
η карп (рыба) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карп? — κάρπα как с (ново)греческого переводится слово κάρπα? — карп — δορόκτητος — στουρνάρι — λιβάδα — αποτρύγωση — ακαμπούριαστος — παράωρα — εύφλεχτος — ριζίδιον — εναποθήκευσις — μεσόκοπος — επάλλαξη — ακρη — μισοχαλασμένος — πλάγια — νευροψυχολογία — συμπροφορά — βενζίνη — σιταρένιος — συνουσία — αναδασωτέος — μονάρχιδος |
|||