Новогреческий словарь
αναστέναγμα
αναστέναγμα
το 1)
вздох
;
2)
стон
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вздох
? —
αναστέναγμα
как на
(ново)греческом
будет слово
стон
? —
αναστέναγμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναστέναγμα
? — вздох, стон
#
(ново)греческий словарь
—
έκσταση
—
λυμφατικός
—
βαλτζής
—
πραγματικότητα
—
λευκόφαιος
—
υπτίαση
—
παράχρηση
—
εστιακός
—
μονοφωνία
—
μιά
—
αργυρούχος
—
αιμοστάτης
—
αιματόχρωμος
—
μετριασμός
—
μοδιστράκι
—
λιμένισκος
—
πεσσιμιστής
—
ακροφανής
—
αιμορροΐδα
—
δρύϊνος
—
μουρμουράω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве