|
ο 1) большой топор; 2) дятел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большой топор? — πελεκάς как на (ново)греческом будет слово дятел? — πελεκάς как с (ново)греческого переводится слово πελεκάς? — большой топор, дятел — μολογώ — κοντήτερα — μεταγωγός — αναπόσβεστος — αγγειοχειρουργός — κουτσομπολίστικα — ασβολώνω — πυροηλεκτρισμός — σκάλευθρον — μηχανιστικός — αβίδωτος — μαχαιροφόρος — μονοκάταρτος — ζωοκτόνος — μισόξενος — λειψυδρία — εκλέπιση — νευρών — καταποντισμός — κτενιαίος — αιμορροϊκός |
|||