|
το старая дева #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старая дева? — γεροντοκόριτσο как с (ново)греческого переводится слово γεροντοκόριτσο? — старая дева — αξόδευτος — μάλη — λαϊκή — στραβώνομαι — θολωτός — ξεδίπλωτος — θαλαμάρχης — μορμόνος — προστατευτικό — εικονιστικός — νόθευση — Σαμαράς — σοκολατής — προφυλάσσομαι — κωλυσιεργεία — χαμογέλασμα — αυθάδεια — υφαντό — αντιβόλι — υγειολογία — μελισσουργός |
|||