|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πνευμάτωση? — — τρίξιμο — δίλεφτο — Χερουβίμ — ζωόφυτο — λίνον — ασκωρίαστος — αργόβαδος — βαμβακοπαραγωγός — παραμόρφωση — δικαιοδοσία — τυράννισμα — περιστεριώνας — λαθρακούω — ντροπαλωσύνη — αταλάντευτος — καταναλώσιμος — μορέα — άλλα — γκιώνης — στοματολολία — καλογραμμένος |
|||