Новогреческий словарь
σίκλος
σίκλ|ος
ο
ведро
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ведро
? —
σίκλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σίκλος
? — ведро
#
(ново)греческий словарь
—
λιοπύρι
—
αγαθοεργός
—
μοχθώ
—
ακανθώδης
—
ασκητεύω
—
διπλέλικος
—
τελετάρχης
—
μεσουράνηση
—
επόμενος
—
επιχρύσωμα
—
αντιπαραλληλισμός
—
εξοικονομώ
—
αφρογέννητος
—
ομοιοκαταληκτώ
—
ευγονία
—
αντιφεμινιστικός
—
αλόμετρον
—
αναδιαπαιδαγωγώ
—
κυψελιδικός
—
βεστιάριον
—
απολίθωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве