|
восковой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восковой? — κερένιος как с (ново)греческого переводится слово κερένιος? — восковой — γαϊδουρολάτης — απάλευτος — ελαιορρόη — αλκαλικός — μπεμόλ — ψώλος — εφαρμοστά — διάβα — αναφτερούγιασμα — ευημερώ — πατώνω — υπερεπάρκεια — άνοστα — εφευρέτης — σημειώνω — ζαφτιές — αποκρυπτογραφώ — ορθός — στεγανά — μεσόζευγμα — στάχυ |
|||