Новогреческий словарь
πασσαπόρτι
πασσαπόρτι
το
паспорт
;
===
δίνω τό ~ σε κάποιον — увольнять с работы кого-л.
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
паспорт
? —
πασσαπόρτι
как с
(ново)греческого
переводится слово
πασσαπόρτι
? — паспорт
#
(ново)греческий словарь
—
ετερομήτριος
—
λιγώνω
—
πεδιλωτός
—
καλπάζω
—
ζωαγορά
—
καθηγήτρια
—
σπάνω
—
διισχυρισμός
—
εσκεμμένως
—
μικτοβαρής
—
καναρίνη
—
κοινότητα
—
έκλυση
—
χιλιετηρίδα
—
φυρώ
—
αφεταιρισμός
—
στρατοκρατικός
—
αποθεώνω
—
υποπλασία
—
άπηχτος
—
τοξικομανής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве