|
1) невидимый; 2) невиданный, неописуемый (о красоте) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невидимый? — ανίδωτος как на (ново)греческом будет слово невиданный? — ανίδωτος как на (ново)греческом будет слово неописуемый? — ανίδωτος как с (ново)греческого переводится слово ανίδωτος? — невидимый, невиданный, неописуемый — λεπτολόγία — εμβρυολογικός — νυχτοστρατοκόπος — εμπυρευματικός — απομυθοποιούμαι — πιτυρίαση — καρβουνάδικο — αποτερματισμός — αμμοχαλικοστρωμένος — φιλήσυχος — παραξοδιάζω — οδοντοϊατρική — σφαγιαστής — συνταγογραφώ — μελομακάρονο — ευπόρθητος — φυρώ — καμηλίσιος — φιλίστωρας — μίλτινο — αναρπάζομαι |
|||