Новогреческий словарь
αποκρίνω
αποκρίνω
(αόρ. απέκρινα) физиол.
выделять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выделять
? —
αποκρίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκρίνω
? — выделять
#
(ново)греческий словарь
—
αναδιαπαιδαγωγώ
—
χορτονομή
—
δυσνόητος
—
αψέκαστος
—
ακονόπετρα
—
φιλελεύθερος
—
δημηγορία
—
ξαναπαντρεμμένος
—
στηθούρι
—
ρίπτω
—
ταρτορούγα
—
συνεσταλμένα
—
αλειμματοκέρι
—
αιμάτινος
—
πάρτι
—
μετεγγράφω
—
εφελκύω
—
ανατροφέας
—
εκειά
—
γαλακτίζω
—
γεφυροπλάστιγγα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве