|
το пастушонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастушонок? — τσομπανόπουλο как с (ново)греческого переводится слово τσομπανόπουλο? — пастушонок — ειρηνεμένος — γοητεία — στεγανός — πεισμονή — προδότρα — μελλοντολογικός — ημιάγριος — καρφώνομαι — περιβαλλοντικός — φρουρά — μεγαθήριο — ψυχογενής — χαλκέντερος — μπάσκετ-μπώλ — σάχης — αίθουσα — αποπλανητικός — ακαματωσύνη — κουτσομπόλικος — ανόρεχτος — αχτένιστος |
|||