|
архитектурный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово архитектурный? — αρχιτεκτονικός как с (ново)греческого переводится слово αρχιτεκτονικός? — архитектурный — χαλκόχροια — μικρολόγημα — αζήτητος — ασκημομούρης — στρυμωγμένος — λιόχαρος — διέζωσα — μελετητής — προξενώ — απρόσκοπτα — γυάλωμα — σπιτονοικοκύρά — αφτέρωτος — μεταλλευτική — σφυροδρέπανο — εξύψωση — μπλουγούρας — αρχαιοσυλλέκτης — μνήμα — ημισφαιρικός — πριονίζω |
|||