Новогреческий словарь
εγκαλεστής
εγκαλεστ|ής
ο юр.
истец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
истец
? —
εγκαλεστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκαλεστής
? — истец
#
(ново)греческий словарь
—
υποκινήτρια
—
γελασμένος
—
διατρύπησις
—
πασσαλίσκος
—
αδιάντροπα
—
σμυριδόπανο
—
ξάγναντο
—
ξαναβάλλω
—
ξεπεζεύω
—
ερωτολογώ
—
πεζολόγος
—
τεχνητός
—
γραμματικός
—
χαλαλίζω
—
σάκκος
—
αποβυζαίνω
—
τεντώνω
—
γύρισμα
—
χαρτοπαικτικός
—
διότι
—
απρέπεχα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве