|
индексный, относяншйся к индексам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индексный? — τιμαριθμικός как на (ново)греческом будет слово относяншйся к индексам? — τιμαριθμικός как с (ново)греческого переводится слово τιμαριθμικός? — индексный, относяншйся к индексам — φοντάν — καρκινολογία — αντενεργώ — αναστηλώνω — ασταχοφόρος — γυναικομάνι — ταβέρνα — χειρομάντις — νυχτέρι — βιοποριστικός — δασοτόπι — χρίσμα — στεφανωτός — μακαρονοποιείο — αμάλαχτος — πολυχρωμία — κηροστάτης — ναυπηγός — απεκκρίνω — αοριστολογία — εισπνεόμενο |
|||