|
το шлак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шлак? — ελκυσμό как с (ново)греческого переводится слово ελκυσμό? — шлак — σουηδικός — δράκουλα — απεριόριστος — σουβλατζής — σωματοφύλακας — εντεροσκόπιο — αμόλυντος — σκάλοψ — σπόρισμα — μπαγλάρωμα — ψευδοκαρίνα — καίγω — τοιχωρυχος — γεμελλάκια — καλοστεκάμενος — εφοδιασμός — καπαρδίνα — βραχέα — αιώνια — ορμέμφυτος — ωτορινολαρυγγολογίο |
|||