Новогреческий словарь
σφυγμογράφος
σφυγμογράφ|ος
ο мед.
сфигмограф
(прибор для измерения пульсовой волны)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сфигмограф
? —
σφυγμογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σφυγμογράφος
? — сфигмограф
#
(ново)греческий словарь
—
μικροπρέπεια
—
σφουγγαράδικος
—
χτικιό
—
αποστομώνω
—
οφθαλμολογία
—
σανίδωμα
—
χάϊδεμα
—
λύκειο
—
υψόθεν
—
επταπέταλος
—
χρήμα
—
κοντοβολεύω
—
κοιλιάρης
—
ονομαστικός
—
νεκροψία
—
ασυνθηκολόγητος
—
παραλλάσσω
—
ξεσυνερίζομαι
—
νομικός
—
δωδεκασύλλαβος
—
ταμιευτήριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве