Новогреческий словарь
αθυρμάτιο
αθυρμάτιο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αθυρμάτιο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δραγατσά
—
αρτύσιμος
—
οργανικά
—
απένταρος
—
εξίτηλος
—
νεκρώσιμος
—
σύληση
—
αβωλοκόκοπος
—
δωδεκάωρος
—
νωματάρχης
—
χαριστικά
—
ποταπότητα
—
αρμαστός
—
ασχετοσύνη
—
τήρηση
—
εφοαλωτός
—
μοναδισμός
—
μιξοπάρθενος
—
αερομαχώ
—
τριακονταετής
—
γκαριστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве