|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αθυρμάτιο? — — παλαιοκαλλιτέχνης — άσφαλτωνω — αλλοτεσινός — μυωπικός — εξαδάκτυλος — ορίζοντας — αναδρομικός — καταλάγιασμα — ανέγερση — σχεδιογράφος — διαλύζω — εξαναγκαστικός — αφόρτωτος — αμοιβοειδής — μελλέτι — δρομικός — οξύχολος — αποτελεσματικότητα — ξυλαγκάθα — κεντουρία — ξανθότριχος |
|||