|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σπόρισμα? — — εισχωρώ — νυχτικό — εντομοκτόνος — δυσκατάπειστος — σάλπιγξ — δημοκόλακας — αφορισμός — ροοστάτης — τρεχούμενος — ασκάλιστος — παρεκτρέπω — πάταγος — εξεταστής — πρωτοπορεία — μαρνέρος — κισσοφούντωτος — αρριβισμός — θήτα — αναπόκριτος — ιταμότητας — καλαμίζω |
|||