Новогреческий словарь
ισχιαδικός
ισχιαδικός
страдающий ишиасом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страдающий ишиасом
? —
ισχιαδικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισχιαδικός
? — страдающий ишиасом
#
(ново)греческий словарь
—
πνευμονογραφικός
—
βεζικάντι
—
κακοτοπιά
—
θεριστικότητα
—
καρέκλα
—
αντικοινοβουλευτικός
—
σταυραδέρφός
—
μηχανοκίνητος
—
εκμηχανίζω
—
κρουαζιέρα
—
Ιωνία
—
τσαπίζω
—
ψαρώνω
—
διφθεροποιός
—
ριζοσπαστικοποιούμαι
—
πρωτομάστορας
—
μύξης
—
παρεγκεφαλίδα
—
αυτοστεγάζομαι
—
ακροβολιστά
—
πλάκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве