|
(αόρ. υπέζευξα, υπεζεύχθην) впрягать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово впрягать? — υποζευγνύω как с (ново)греческого переводится слово υποζευγνύω? — впрягать — χαρτονένιος — λιονοτρεμούλα — ατραξιόν — δαγκασιά — αναπάντεχα — κοιλόκυρτος — έχθιστος — εξέβην — αμερικανισμός — λοταριτζής — πρωτοδίκης — γρούδα — δούγια — σεντονάρα — αποκυλώ — μελαψός — ξυλώδης — εκπορθητής — αιματόβρεχτος — υπουρίδα — γενναριάτικος |
|||