Новогреческий словарь
υποζευγνύω
υποζευγνύω
(αόρ. υπέζευξα, υπεζεύχθην)
впрягать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
впрягать
? —
υποζευγνύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποζευγνύω
? — впрягать
#
(ново)греческий словарь
—
πτόηση
—
άροση
—
μπερεκέτι
—
μπεκάτσα
—
χιλιομέτρηση
—
εξάψαλμος
—
ξανάφτω
—
μπιτζάμα
—
χιονοβόλος
—
μασούριασμα
—
εξορμώ
—
αντιπαράδοση
—
σφανταχτερός
—
γωνιογνώμων
—
αξενάγητος
—
μαυρογένης
—
εξαγριώνομαι
—
καπότο
—
χήν
—
διαφυλάσσω
—
δεσπόζουσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве