Новогреческий словарь
δραχμή
δραχμή
η
драхма
(денежная единица и аптекарская мера веса)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
драхма
? —
δραχμή
как с
(ново)греческого
переводится слово
δραχμή
? — драхма
#
(ново)греческий словарь
—
στουφλέκα
—
διασόβεργα
—
αποατομικοποιημένος
—
καλώ
—
επικάλυψις
—
εμφράσσω
—
ασούβλιστα
—
υαλόφρακτος
—
πόπολο
—
ανάλλακτος
—
καλαθοποιός
—
αιθερόλαμνος
—
ακανθυλλίς
—
αεροδικείο
—
παλιόστομα
—
φαγαρρώστεια
—
παγανίστρια
—
διαιώνιση
—
γράφα
—
ισοζυγία
—
χοντρόκωλη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве