|
η болгарский язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болгарский язык? — βουλγάρική как с (ново)греческого переводится слово βουλγάρική? — болгарский язык — μυσταγωγικός — σφριγηλός — στίξη — βιβλιάριο — μαλαθρακισμένος — σαπούνισμα — γύψος — κυτταρολογικός — αυτοάμυνα — πρόκκα — ζαχαρώνω — σατινάρισμα — συγκλίνουσα — παρεστώς — στραβοκέφαλος — άνοστος — φρονηματισμός — φάλκόνι — βυκάνη — σέρνω — υποσκίασμα |
|||