Новогреческий словарь
ισλανδικός
ισλανδικός
исландский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
исландский
? —
ισλανδικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισλανδικός
? — исландский
#
(ново)греческий словарь
—
επαργίλλωσις
—
φούντος
—
ανιστορώ
—
χρηματοδότης
—
θηλή
—
λεβέντρα
—
φεγγοβόλημα
—
εβδομηνταριά
—
ασύμπιστος
—
κλομπ
—
εχθροπάθεια
—
αντιπροσωπία
—
συκολογω
—
κοκκάλιασμα
—
γουρούνι
—
ψαραγκάθι
—
ατήραγος
—
γραμμοσκιά
—
αεριοταμιευτήρας
—
θηρεύτρια
—
γυμναστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве