Новогреческий словарь
λιγομίλητος
λιγομίλητος
молчаливый, неразговорчивый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιγομίλητος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακλουθώ
—
ίπταμαι
—
τεϊοποτείο
—
δώ
—
ευτελίζω
—
βασανίζομαι
—
σεκλέτισμα
—
ποικιλόθερμος
—
ελεημονητικός
—
προστατευτικός
—
αριά
—
ξεκληρίζω
—
σκότωμα
—
γράψιμο
—
κολπάκι
—
φύλαξη
—
αρβυλοποιός
—
σηροτροφικός
—
εξαφνος
—
πιτσιλίζω
—
αιμοπότις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве